θέρισμα

θέρισμα
το, -ατος
1. θερισμός: Παλιότερα το θέρισμα γινόταν με τα δρεπάνια.
2. ομαδική σφαγή: Θέρισμα των εχθρών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θέρισμα — το (Α θέρισμα) [θερίζω] νεοελλ. 1. ο θερισμός («το θέρισμα τού σταριού») 2. όλεθρος, καταστροφή, αποδεκατισμός 3. ακατάσχετη διάρροια αρχ. το σιτάρι που πρόκειται κάποιος να θερίσει …   Dictionary of Greek

  • αποθερίζω — (AM ἀποθερίζω) νεοελλ. ολοκληρώνω, τελειώνω το θέρισμα μσν. (αόρ. ἀπέθριξα, μέσ. ἀποθρίξασθαι κουρεύω σύρριζα, κείρω μοναχό, κουρεύω για να περιβληθεί το μοναχικό σχήμα (αρχ) 1. αποκόπτω 2. θερίζω, σκοτώνω …   Dictionary of Greek

  • δρεπάνισμα — και δρεπάνιασμα, το [δρεπανίζω] 1. θέρισμα, θερισμός 2. χτύπημα δρεπάνου, δρεπανιά …   Dictionary of Greek

  • ζάγκλη — ζάγκλη, ἡ (Α) 1. δρεπάνι για θέρισμα 2. αρχαία ονομασία τής Μεσσήνης στη Σικελία από το σχήμα τής φυσικής προκυμαίας που σχηματίζει το λιμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Σικελική λέξη άγνωστης προελεύσεως. Η ελληνική λ. είναι δρέπανον*. Ίσως συνδέεται με λατ.… …   Dictionary of Greek

  • ζάγκλον — ζάγκλον, τὸ (Α) δρεπάνι για θέρισμα («τὸ δὲ δρέπανον οἱ Σικελοὶ ζάγκλον καλοῡσι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ζάγκλη*] …   Dictionary of Greek

  • θερισμός — H εργασία της αποκοπής των ώριμων σιτηρών, η οποία γίνεται είτε με το απλό δρεπάνι, είτε με ειδικές μηχανές. Η εμφάνιση μηχανών συγκομιδής –όπως οι απλές θεριστικές, οι θεριστικές αυτοδετικές και οι θεριστικές αλωνιστικές– έδωσε μεγάλη ώθηση στη… …   Dictionary of Greek

  • καψαλίζω — 1. καίω ελαφρά την επιφάνεια ενός αντικειμένου, τό τσουρουφλίζω («να καψαλίσεις την κότα καλά») 2. (για ταριχευμένα ψάρια) ψήνω ελαφρά στη φωτιά για αφαίρεση τού δέρματος («καψαλίζω ρέγγα») 3. (για κομμάτια ψωμιού) πυρώνω ελαφρά μέχρι να… …   Dictionary of Greek

  • κεχρί — Κοινή ονομασία φυτών του γένους πανικό (Panicum), της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Στην Πελοπόννησο ονομάζεται βουρί και στη Μακεδονία μπερνίτσα. Στην Ελλάδα καλλιεργείται κυρίως το πανικό το μιλιόμορφο (Panicum miliaceum). Η… …   Dictionary of Greek

  • κόσισμα — το [κοσίζω] θέρισμα με κόσα, δρεπάνισμα …   Dictionary of Greek

  • ωρόδεσμος — ὁ, Μ σχοινί από πλεγμένα καλάμια σιταριού, με το οποίο έδεναν τα δεμάτια κατά το θέρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὡρεῖον «αποθήκη σιτηρών» + δεσμός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”